- Αινόπαρις
- Αἰνόπαρις (-ιδος), ο (Α)ο δυσοίωνος, ο πρόξενος συμφορών Πάρις (πρβλ. και Δύσπαρις).[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + Πάρις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἰνόπαρις — direful Paris masc nom sg αἰνόπαρις direful Paris fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰνόπαρις — direful Paris masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνόπαριν — Αἰνόπαρις direful Paris masc acc sg αἰνόπαρις direful Paris fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰνόπαριν — Αἰνόπαρις direful Paris masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αινελένη — η η φοβερή Ελένη (όπως αινόπαρις). [ΕΤΥΜΟΛ. < αινή + Ελένη] … Dictionary of Greek
αινός — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… … Dictionary of Greek